Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ. "ΤΑ ΛΟΓΙΑ".


Όσες θάλασσες κι' αν περάσω,
μόλις πιάσω στεριά ,
μου λείπεις....
Είναι τα μάτια σου πού,
δεν μπορω να τα ξεχάσω...
Εκείνο το βλέμμα το καθαρό, το καταγάλανο...
Αυτό που σιωπά, 
και τα λέει πάντα, όλα!
Και μετά μένει η αμηχανία, του,
να μην υπάρχει τίποτα να ειπωθεί πιά.
Λόγια!
Φτωχά τα συναισθήματα,
αδυνατούν να περιγράψουν…
Λόγια, μόνο λόγια...
Γράμματα στην σειρά…
Πως να περιγράψουν την φλόγα που καίει στην καρδιά?
Τον πόνο και την αγάπη...
Αυτό,
είναι το μαρτύριό σου ποιητή!
Να πρέπει πάντα να παίζεις με τα λόγια...
και ο πόνος της καρδιάς, να μένει μέσα σου
και να σε λιώνει..

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ".

Περπατούσε στη μέση του δρόμου,
με το κεφάλι σκυμμένο.
Δύσκολο να σηκώσεις το βλέμμα
ψηλά, αυτές τις μέρες.
Κοιτούσε τα παπούτσια της
να εναλλάσονται
το ένα με το άλλο,
πάνω στα βρώμικα και σπασμένα
πλακάκια του πεζοδρομίου.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου,
περιμένοντας να ανάψει
το φανάρι για τους πεζούς.
Και στην απέναντι μεριά του δρόμου,
εκεί που έπεφτε το φως απ το
φανάρι,
είδε μια πατημένη κατσαρίδα.
Κουνούσε ακόμα με κόπο,
τις κεραίες της....
Μάταια.
Ηταν ήδη πεθαμένη
όσο και αν προσπαθούσε.
Έμεινε να κοιτά τον θάνατο
αργό και βασανιστικό
από την απέναντι μεριά
του πεζοδρομίου.
Πέρασαν αρκετά φανάρια
μέχρι να διασχίσει τον δρόμο.
Προσπέρασε την ψόφια κατσαρίδα
και συνέχισε τον δρόμο της.
Όταν έφτασε στο σπίτι,
πήγε κατευθείαν στο μπάνιο,
έπλυνε τα χέρια της
και έψησε καφέ.
Κι' εκεί, στην μικρή κουζίνα,
κήδεψε όλες τις μάταιες προσπάθειες
της ζωής της
μ΄ένα πικρό καφέ και μια γουλιά κονιάκ....





Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ".

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ...
Στον Γιάννη Γαλάνη.
Σε θυμάμαι, να περπατάμε στη Στουρνάρη, όταν με άφηνε το σχολικό,να με πιάνεις από το χέρι, και να ανασηκώνομαι στις μύτες των ποδιών για να φτάσω με το τεντωμένο χερι μου το δικό σου....
Σε θυμάμαι να περνάμε απέναντι στην Γ΄Σεπτεμβρίου, στο δρόμο για το σπίτι... Να περπατάμε διασχίζοντας τον δρόμο, που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε πελώριος, και 'γω να έχω τα μάτια καρφωμένα δίπλα στο φανάρι, στον καστανά, που έψηνε τα κάστανα...
Δεν μιλούσα, δεν ζητούσα, ντρεπόμουν και λίγο να ζητήσω, όμως, πως το ένοιωθες, πώς το καταλάβαινες, μόλις ανεβαίναμε στο πεζοδρόμιο, κοντοστεκόσουν λίγο,έβαζες το χέρι στην τσέπη, κοίταγες τα ψιλά, "τα λιανά" σου όπως τα ΄λεγες, και ξεχωρίζοντας ενα τάλληρο, σε ακουγα να λές στον καστανά,"βάλε πέντε δραχμές απο τα μεγάλα"...
Και μετά, με κοιτούσες γνέφοντάς μου να απλώσω το δικό μου χέρι, και να γεμίσει η χούφτα μου απο την ζέστη και την μυρωδιά του μαγικού χωνιού...
"Θα φας και το φαϊ σου όμως μετά," μου 'λεγες, "γιατί θα με σκοτώσει η μάνα σου αλλοιώς"... και γω χαμένη στην μυρωδιά, στην ζέστα του χωνιού, στη γεύση του ψημένου κάστανου, έγνεφα "ναι",και κρατούσα στα χέρια μου όλη την ευτυχία του Νοέμβρη...
Μέχρι το σπίτι, εσύ κρατούσες την σάκκα , και γώ το χωνί με τα κάστανα...πού σιγά σιγά άδειαζε από καρπούς και γέμιζε τσόφλια...
Όργωσες τον Πάρνωνα και τη Μέση Ανατολή με τον πατέρα μου, έζησες την φρίκη του πολέμου μαζί του, και κράτησες όλη την αγάπη που είχες μέσα σου για να την δώσεις σε μένα...
Μαζί πηγαίναμε στο Σινεακ, εσύ με γυρνούσες απο την στάση του σχολικού, εσύ με πήγαινες βόλτα στην Σταδίου να δώ τις στολισμένες βιτρίνες...
Με καμάρωνες σαν μεγάλωνα, και γώ σε πείραζα για τα κιτρινισμένα απο την νικοτίνη δάχτυλά σου και για το στριμμένο τσιγάρο που πάντα είχες έτοιμο στο αυτί σου...
Κάποτε στην γιορτή σου σου χάρισα εναν αναπτήρα...
Ελλειπα για σπουδές στην Αμερική όταν με πήρε η αδερφή μου να μου πεί οτι δεν ήσουν καλά. Πήγε αυτή στο χωριό και στάθηκε δίπλα σου, εγώ έπρεπε να ήμουν , μα μας χώριζαν δυό ωκεανοί...
Και στο μικρό κομοδίνο σου δίπλα στο κρεβάτι που άφησες την τελευταία σου πνοή, μαζί με το ποτήρι του νερού, ήταν η φωτογραφία μου και ο αναπτήρας...
Κοιτάζω τους ελάχιστους πια καστανάδες στην ρημαγμένη σημερινή Αθήνα, πλησιάζω για να νοιώσω την ζέστα της φουφούς και την μυρωδιά...
Δεν υπάρχουν τάλληρα πιά, δεν είμαι πια πεντάχρονο κοριτσάκι, η ζωή περασε απο πάνω μου σαν οδοστρωτήρας, το ΣΙΝΕΑΚ έκλεισε χρόνια τώρα πολλά...
Η Αθήνα έγινε σκληρή και απόμακρη, οι δρόμοι της δεν φαντάζουν πια τεράστιοι, η Σταδίου παραπαίει με τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά... αλλα, τίποτα δεν είναι χειρότερο απ΄ οτι δεν υπάρχεις πια εσύ, δεν υπάρχει πια ο Κοδέλλας, δεν υπάρχει η Ρουλίτσα μου, η Κατινίτσα, η Φώτω, η μάνα, ο πατέρας, ο αδερφός...
Γιάννη Γαλάνη, όπου και αν βρίσκεσαι, όσο ζω, δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη που μου έδωσες 
και πάντα η μυρωδιά των ψημένων κάστανων θα με γυρίζει πίσω στην ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΚΟΥΡΑΣΗ".

Κούραση....
Μουδιάζουν τα μέλη,
μα το χειρότερο είναι
που μουδιάζει η ψυχή...
Στα χείλη δεν νοιώθεις πιά,
ούτε το φιλί
ούτε το φαρμάκι.
Γέρνεις το κεφάλι
στο πλάϊ,
μήπως και καταφέρει ο ύπνος
να σε ξεκουράσει.
Αλλα οι εφιάλτες καραδοκούν.
Ενα ποτήρι ακόμα!
Πιές...
Πιές, για να ξεχάσεις...

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Ζωγράφισέ μου, έναι ποίημα ροζ,
να ταιριάζει με το κορδελάκι
στα μαλλιά μου.
Βάλε μέσα και λίγο κίτρινο,
να αρχίσει να φθινοπωριάζει.
Μη βάλεις γρίζο, ούτε μαύρο.
Οταν σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά,
στον ουρανό,
Σπατάλησε ό Θεός ,
όλο το γκρίζο του εκεί...
Και τό μαύρο μου παλτό,
είναι παλιό και δεν ζεσταίνει
την ψυχή μου.
Θα βάψω τα νύχια μου κόκκινα
και έτσι δέκα μικρές πασχαλίτσες,
θα φέρουν την άνοιξη
πρίν ξεκινήσει ο χειμώνας...


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ'.

Μια φλούδα φεγγάρι απόψε στον ουρανό...
Μια κλωστούλα, τόσο δα...
αχνό, δειλό και ταπεινό,
καινούργιο και φοβισμένο,
στην άκρη του ουρανού
λίγο μετά τη δύση του ήλιου,
σαν αρχίσει να πέφτει η νύχτα.
Πιό φωτεινή η Πούλια και τα άλλα αστέρια.
Θα σκεπαστεί απο τη λάμψη τους
σχεδόν κανείς δεν θα το δεί
εκτός,
από 'κείνους που το ψάχνουν,
το περιμένουν,
να φανεί.
Να πιάσουν με τα χέρια τους χρυσό δαχτυλίδι
να το κοιτάξουν μέσα απο την στρογγυλάδα του,
να κάνουν την ευχή,
να το περάσουν πάνω στα μαλλιά...
Και μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι,
να σε τρώει η προσμονή...

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ". "ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ".

Μέσα σε μιά στιγμή!
Παραδόθηκε στον Χρόνο!
Νικήθηκε.
Μέσα σε μια στιγμή,
γέρασε.
Σαν να στράγγιξε η ζωή
από μέσα της.
Η απουσία του.
Η έλλειψή του.
Η φωνή του, που δεν την ακούει πιά,
Η αγκαλιά του, που δεν την τυλίγει.
Η σκέψη του
που την τσακίζει.
Ο Χρόνος,
ποδοπατά τις ζωές μας...
Και 'μείς,
συνεχίζουμε ν΄αναπνέουμε...
Αλλά, 
δεν ζούμε.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Ζεστό μεσημέρι Σεπτέμβρη...
Σε καίει, μα δεν παραπονιέσαι, καθώς ξέρεις οτι σε λίγο θάρθει το φθινόπωρο...
Ζεστο μεσημέρι Κυριακής...
Και η απογευματινή θλίψη, κάθεται στα χείλη, μα δεν μιλάς, μην γίνει λέξεις.
Καλύτερα να κατασταλάξει στην ψυχή.
Η ψυχή αντέχει.
Ζεστό μεσημέρι,
ανελέητος ο ήλιος σε καίει για να σου θυμίζει πως,
ο,τι σου δίνει ζωή, έχει πάντα κόπο, πόνο, τίμημα...
 "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ.



Χαμόγελο κι'αυτό,
χαμόγελο κι' εκείνο....
και τόσος πόνος ανάμεσα τους...
Δεν ξεχωρίζεις ευκολα
τη διαφορά...
Οχι! Άν δε ξέρεις!
Ακόμα ο πόθος θυμάται
το κορμί,
κι' αυτό, ριγάει ίδια στο χάδι
πάντα.
Μόνο στα μάτια
μπορείς να το διακρίνεις...
Εκείνα πιά, κοιτούν
διαφορετικά.
Εκείνα, έχουν άλλες σκιές,
άλλες πληγές,
άλλες πίκρες...
Εκείνα έχουν δεί,
και δεν ξεχνάνε εύκολα,
όσο κι΄αν προσπαθούν...
Όμορφο αγόρι,
γελάς, με την ανεμελιά
των χρόνων σου.
Μπορείς να κλείνεις τα μάτια,
και να ονειρεύεσαι...
Κι' εγώ,φοβάμαι να κλείσω
τα δικά μου,
μη και με πνίξουν οι εφιάλτες...

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΣΑΛΩΜΗ".

Την ευγένεια των χεριών σου 
λάτρεψα.
Τα μακριά δάκτυλα
τόσο ευγενικά και λεπτά.
Την απαλότητα τους ονειρεύτηκα.
Να μου χαϊδεύουν το κεφάλι.
Να μου περνούν τον πόνο.

Την ευγένεια της ματιάς σου
λάτρεψα.
Το μελί τους χρώμα, να κυλά σαν βάλσαμο
πάνω στο κορμί μου.
Την ευγένεια των ματιών σου 
ονειρεύτηκα.
Να με κοιτούν ίσια μέσα
στα δικά μου μάτια.

Την ευγένεια των χειλιών σου
λάτρεψα.
Το βαθύ κόκκινο χρώμα τους
σαν τριαντάφυλλο.
Να μου φιλά το μέτωπο 
και να διώχνει τους εφιάλτες.
Την ευγένεια των χειλιών σου
ονειρεύτηκα.
Να με φιλούν, αργά, απαλά, με πάθος.

Και όταν μου τ' αρνήθηκες Ιωάννη, 
Ζήτησα το κεφάλι σου, δικό μου.
σ' αντάλλαγμα,
για ένα φτηνό χορό.
Και φίλησα τα χείλη σου,
χάιδεψα το μάτια τα κλειστά,
άγγιξα τα χέρια τα νεκρά,
και ξεπλένω από τότε,
το αίμα σου,
με τα δάκρυά μου...


Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ. "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ "Η ΑΥΡΑ".

"ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ "Η ΑΥΡΑ".
Όμορφο αγόρι,
ξαπλωμένο στον ήλιο,
παραδομένο στον Αύγουστο
να σε λούζει
στα γαλάζια της θάλασσας
και τ' ουρανού.
Με τα μάτια κλειστά,
Πόσο ακόμα γαλάζιο
ν'αντέξει ο κόσμος;
Και σύ, να ονειρεύεσαι...
Τον Χειμώνα δεν θά 'μαι κοντά σου.
Μη φοβηθείς
σαν έρθουν οι μπόρες.
Δεν θ' αφήσω να βραχείς,
Δεν θα κρυώσεις,
Θα σου ζεσταίνω το κορμί
με την αγάπη μου.
Όμορφο αγόρι,
ο Αύγουστος πάντα
φέρνει μαζί του τον Χειμώνα...

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Μιά ανατολή, 
Μια δύση,
Ενα σούρουπο.
Σκοτάδι μέσα μου πηχτό...
τόσο που όλα τα υπόλοιπα
φαντάζουν φωτεινά.
Κούραση στο κορμί,
και ζέστη, και ιδρώτας ζεστός
που παγώνει κυλώντας
και γίνεται ρίγος.
Ή μήπως είναι η θύμησή σου;
αυτή που με κάνει και ριγώ;
Πόσο μου λείπει η φωνή σου!
Και ας τα λένε όλα
τα μάτια σου,
σαν με κοιτάς...
Από 'κείνη την ξεθωριασμένη
φωτογραφία σου
κολλημένη στο τζάμι
δίπλα στον υπολογιστή...
Τα λέγαμε όλα
με μια ματιά
σαν κοιταζόμασταν.
Και πόση αβάσταχτη σιωπή,
τώρα...

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ" .

Όμορφο σκοτεινό μου βλέμμα.
Τι κρύβεις πίσω απο τις
κόγχες των ανήσυχων ματιών σου;
Πως να τρυπώσω 
στο μυαλό σου;
Εκεί,
πίσω απο το βλέμμα σου,
εκεί,
να ψάξω.
Να βρώ τις λύπες και τις χαρές
Να ανακαλύψω τους φόβους
και τις ενοχές σου...
Όμορφο μου κεφάλι!
Ακουμπάς στο μαξιλάρι
με τόση ευγένεια, τόση ηρεμία,
τόση παράδοση...
Εμένα ποτέ
δεν μου παραδόθηκες έτσι...
Κρατούσες πάντα
τα μυστικά σου,
πίσω από το μελένιο βλέμμα.
Τώρα πιά,
μάθαμε όμως...
Όμορφο μου αγόρι,
όμορφη αγάπη μου.
Τώρα κοιτάμε και οι δυό μας
μέσα απο το γυάλινο βλέμμα...
Και βλέπουμε,
θλίψη!
Μόνο θλίψη....

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "Η ΜΝΗΜΗ"

Η Μνήμη...
που όλα τα σβήνει 
μ'ενα σφουγγάρι 
όταν θέλει...
Κρατάει μόνο τα έλάχιστα
εκείνα,
τα κακώς καμωμένα
αλλά τόσο γλυκά,
τόσο ηδονικά
τόσο βαθιά ζωσμένα....
Α! η μνήμη!!!
Ξέχασα την μορφή σου πιά.
Ούτε τα μάτια σου
θυμάμαι.
Μόνο, όταν αλλάζει
ο καιρός,
δυό λέξεις σαν λεπίδι
κοφτερό,
δυό λέξεις όλες κι' όλες,
όταν χωρίζαμε.
Ποιές ήτανε καλά καλά,
ούτε θυμάμαι πιά.
Μόνο το τσούξιμο,
αυτόν τον πόνο
της στιγμής,
που νιώθω σαν τσίμπιμα,
στην έρημη καρδιά,
Μόνο αυτό θυμάμαι...

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Αυτές οι μικρές ρυτίδες,
στην άκρη των ματιών.
Χαρακιές πόνου ψυχής
βαθιές..
Και εκείνη η αυλακιά, 
ανάμεσα στα φρύδια.
Ολη η φουρτούνα της ζωής
κλεισμένη μέσα της...
Τα χείλη σφιγμένα,
δειλά να τολμάει το χαμόγελο
να σκάσει
με φόβο μην πληρωθεί το τίμημα
μετά ...
Ζωή!
Τα πάντα μου τά'δωσες!
Όλα μια στιγμή αργότερα
απο τότε πού μπορούσα
να τα χαρώ....

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ". "30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015".

Τί μέρα, τί μήνα, τί χρόνο έχουμε;
είναι πρωί ή βράδυ;
Σβήστηκαν όλα, 
και στο ημερολόγιο, η σελίδα είναι λευκή...
Θέλει πολύ κουράγιο να πιάσεις το μολύβι
και θάρρος για να γράψεις κάτι.
Ο,τιδήποτε...
Μα, εκεί είσαι ταγμένη εσύ.
Αυτό υπηρετείς.
Τα άλλα, είναι για τους υπόλοιπους...
Εσένα σου δόθηκε η σελίδα λευκή,
και στο χέρι κρατάς μολύβι,
όχι μαχαίρι,
μην το ξεχνάς...
Αν κάπου πρέπει να βουτήξεις την πέννα σου
για να βρείς μελάνι,
είναι μόνο,
στο αίμα της δικής σου καρδιάς...

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"."Η ΦΛΟΓΑ ΝΑ ΚΑΙΕΙ"

Μιά φλόγα, όλη η ζωή μου.
Ενός μικρού κεριού
που καίγεται δίπλα στο εικονοστάσι.
Ισχνό κεράκι, λυγερό,
η φλόγα του να λιώνει
τον κορμό, λίγο λίγο.
Σιγανά και ταπεινά,
δίπλα στα άλλα,
ευχή, προσευχή και ελπίδα
καίγονται μαζί με την απόγνωση
και την πίκρα.
Μια άμορφη μάζα από κερί,
μένει στο τέλος.
Ανακατωμένη με την άμμο
και το καμμένο φυτίλι.
Σβήνει η φλόγα, σαν λιώνει το κερί,
Μα η ζωή,
δεν τελειώνει.
Ούτε η κούραση
βρίσκει ανάπαυση....
Σέρνεται η ψυχή,
από το ένα κερί στο άλλο.
Για να μένει η φλόγα,
πάντα ζωντανή.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ".

Σε θυμάμαι, 
να με κρατάς αγκαλιά
μετά τα βαφτήσια μου...
με το άσπρο σου κουστούμι
και το χαμόγελο στα όμορφα χείλη σου...
"ο μπαμπάς κατουρημένος"
ήταν ο τίτλος της φωτογραφίας...
γιατ'ι, τάχα, είχες κατουρηθεί απο τη χαρά σου
για τα βαφτήσια μου.....
Σε θυμάμαι, να με μαθαίνεις να περπατώ,
πατώντας τις μικρές μου πατούσες
πάνω στα πόδια σου...
Κι' έτσι ακολούθησα τα βήματά σου...
Σε θυμάμαι να χαμογελάς,
κάθε φορά που γύριζα σπίτι..
"τουρίστα εδώ είσαι;"
με ρωτούσες ...
και ήξερα οτι καλώς έλειπα...
Ύστερα σε θυμάμαι
να με πηγαίνεις νύφη στην εκκλησία,
χωρίς να μιλάς.
και όταν σου έσφιξα το χέρι
και σου είπα,
"άντε, πάμε, να τελειώνει και αυτο,"
έσφιξες τα χείλη και προχωρήσαμε...
Σε θυμάμαι, να σου κρατώ το χέρι
στο νοσοκομείο, και να παρακαλώ,
να το ξεπεράσεις το εγκεφαλικό..
να σου ψιθυρίζω, "μη μ' αφήσεις,
Μη μ' αφήσεις".....
και μ' άκουσες........
Ύστερα σε θυμάμαι να μου φεύγεις,
λίγο λίγο,
μέσα απο τα χέρια μου,
να γλιστράς....κατά τον Πάρνωνα
και "τα γιαλέ"...
και ήξερα πιά , οτι δεν είχα δικαίωμα
να σε κρατήσω.
Θυμάμαι ακόμα,
τις τρεις τελευταίες ανάσες σου.
Αυτές που μου φύσυξες στο πρόσωπο
καθώς σε κρατούσα αγκαλιά,
πριν ξεψυχήσεις...
Θυμάμαι που σού 'κλεισα τα μάτια,
θυμάμαι που σε φίλησα,
θυμάμαι που σου είπα "καλό σου ταξίδι"....
Και έπειτα δεν θυμάμαι πιά...
Έμαθα να ζω χωρίς εσένα.
Έμαθα να χάνω αγαπημένους,
έμαθα να τρώω χαστούκια απ' τη ζωή,
έμαθα να στέκομαι όρθια,
όπως μού το είχες μάθει εσύ...
Έμαθα...
Και ακόμα μαθαίνω...
όλα αυτά που μου δίδαξες εσύ,
πατέρα μου.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ".

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ...

Ήσουν ωραίος Πιερ-Πάολο... 
Ήσουν τόσο ωραίος!!! 
με τα μαλλιά σου να γυαλίζουν 
στο φώς του φεγγαριού.
Το άσπρο σου μεταξωτό φουλάρι,
φώτιζε το πρόσωπο σου
και αυτά τα μάτια,
τα γεμάτα θλίψη και ειρωνία
άστραφταν
καθώς οι σκέψεις περνούσαν
απ' το μυαλό σου...
Τίποτα σε τούτη την ομορφιά
δεν μπόρεσε να αγγίξει
η αλμύρα της θάλασσας
εκείνο το βράδυ στην Όστια...
Ήσουν πάντα και έμεινες ωραίος.
Να σε θυμάμαι δυνατό, ατρόμητο
και αδιάφορο προς το χυδαίο,
να βαδίζεις ίσια στον θάνατο,
χωρίς να διστάσεις .....

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΛΗΘΗ".

Άδειο μου βλέμμα,
σκοτεινό.
Τρυπάς τον τοίχο
και μου καρφώνεις
την καρδιά.
Κι' αυτή ματώνει,
αιμορραγεί,
πονάει...
Χτυπάει ακόμα
και αντέχει.
Και περιμένει...
Να ημερέψει ο θάνατος
το κουρασμένο σου
κορμί,
Να αγκαλιάσει η λήθη
την ψυχή σου.
Να σε ξεχάσουν
και να ξεχάσεις.
Να πάρει η ζωή
τον δρόμο της.
Τελικά...

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω.
Ξαφνικά στερεύω απο λέξεις
Με κατακλύζει η σκέψη σου
Και δεν μπορώ να συνεχίσω 
να σου γράφω.
Τότε είναι πού,
με πιάνει αυτός ο πόνος
σαν μαχαιριά στην καρδιά
και σκίζεται η ψυχή μου στα δύο.
Μένει η μισή κάτω στη γή,
και η άλλη μισή,
σε ακολουθεί στο ταξίδι σου,
μέσα απο το φώς,
στην ηρεμία ενός κόσμου άλλου...
Και μετά, ξαφνικά,
με κοιτάς με αυτό το κενό στο βλέμμα σου
και μου λές με την σιωπή σου
οτι εγώ δεν έχω έχω θέση εδώ,
με τους πεθαμένους...
Και φεύγεις, σε χάνω,
και μένω πάλι μόνη
στο άδειο δωμάτιο,
στο άδειο μισό του κρεβατιού μας,
στην άδεια μου ψυχή,
να σφίγγω το ένα μου χέρι με το άλλο,
για να πάρω κουράγιο.....

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Δυό μάτια που με κοιτούν,
δυό μάτια που μ' αγαπούν.
Δυό μάτια κλειστά,
δυό μάτια, που ανοίγουν 
στο κενό.
Δυό μάτια που δακρύζουν,
όταν κοιτούν
τα μάτια σου σφαλιστά
Δυό μάτια που ικετεύουν,
δυό μάτια που βουρκώνουν
από παράπονο...
Τα δικά σου μάτια,
Τα δικά μου μάτια,
Μάτια μου!!!

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΑΤΙΤΛΟ.

Μιλούν οι σιωπές μας στα άδεια δωμάτια.
Μας βαραίνουν οι παρουσίες.
Απόντες εμείς, θεατές λες,
βλέπουμε να φεύγουν ένας ένας 
οι δικοί μας άνθρωποι,
και μένουμε ολοένα και 
πιό μόνοι.
Μας τσακίζει η ζωή σιγά σιγά,
σαν θλίψη απογεύματος 

μιας Κυριακής,
που η Δευτέρα της, 

δεν θα ξημερώσει...

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ".

Ο Νοτιοδυτικός άνεμος 
κουβάλησε σκόνη απ' την Αφρική
Σκέπασε την πόλη
τρύπωσε στις ψυχές των ανθρώπων
και τους έφερε κλάμα
Η σκόνη τους έθαψε ζωντανούς
μέσα στα υγρά και σκοτεινά τους σπίτια
Ο ουρανός σκεπάστηκε
από μια θολή και σκούρα θλίψη
χωρίς βροχή
μόνο με δάκρυα
Έκλεισα τα παράθυρα ερμητικά
και κρύφτηκα
στο πιο σκοτεινό σημείο
της ψυχής μου
Δεν περιμένω τον ήλιο πιά
Μόνο τον θάνατο

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Αδέσποτη αγάπη.
Δεν δέχεσαι χαλινάρι
Ελεύθερη γυρίζεις
εδώ και 'κεί,
όπου σε βγάζει η ζωή
κάθε φορά.
Ούτε ο θάνατος
σε σταματά.
Όσο αναπνέει, ζείς.
Όσο ζείς, ελπίζεις.
Όσο ελπίζεις, πονάς.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 2015."

Το μπλέ της Ιθάκης,
η ηδονή, η ζέστη του καλοκαιριού,
ο αρμυρός ιδρώτας του οργασμού,
το παγωμένο νερό, στην επαφή
με το κορμί...
Το μαύρο της Σαντορίνης,
ο σκούρος όγκος του θανάτου
ένα να γίνεται με το άσπρο τ' ουρανού.
Κόλαση και Παράδεισος μαζί.
Η ψυχή να πετά στο ταβάνι,
να αιωρείται
έξω απο το κορμί της,
να κόβει την ανάσα στα δυό...
Το γαλάζιο της Αμοργού,
τελειωμένο καλοκαίρι,
στα μέσα του Ιουνίου...
Και ας χωρίσαμε ένα χρόνο μετά...
Μας τύλιξε το σύννεφο της πρωινής ομίχλης,
στο δρόμο για το καράβι
της επιστροφής.
Και ενα κομμάτι μου ξέμεινε
να λιάζεται για πάντα εκεί,
σε κάποια παραλία.
Ανοιχτό θαλασσί ανακατεμένο
με μπλε βαθύ,
το Λιβικό, απο την μεριά της Κρήτης,
Καυτές κάτασπρες κροκάλες,
που άφηναν το σημάδι τους
πάνω στο μουσκεμένο κορμί,
και το στέγνωναν αμέσως.
Τα καλοκαίρια της ηρεμίας
και της λύπης.

Έπειτα ήρθες εσύ...
Είχες τυρκουάζ και ακουαμαρίνες
από τις παραλίες των Κυκλάδων,
όλο το φάσμα του μπλε
απλωμένα χρώματα πάνω σε μιά παλέτα.
Σου δάνεισα και γώ,
λίγα χρώματα απο τα δικά μου.
Και έτσι φτιάξαμε μιά θάλασσα
και ταξιδεύουμε...

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ,
ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 2015.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. "ΤΑ ΚΟΧΥΛΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ".

Τα Κοχύλια της ζωής μου...

Σ' ενα μικρό κουτάκι τα φυλάω,
τα κοχύλια της ζωής μου.
Καθένα από αυτά,
κρύβει και μιά ιστορία 
βαθειά μέσα του.
Ακουμπάς το αυτί σου προσεκτικά
πάνω του, 
και σου την ψιθυρίζει.
Σου λέει για την μαγική εκείνη στιγμή,
για την παραλία που το μάζεψα, 
για την θάλασσα που κολύμπησα
γυμνή,
για τον ήλιο, πού χάϊδεψε το κορμί μου 
μετά, όταν στην αμμουδιά 
αποκαμωμένη απο την πάλη 
με τα κύμματα ή με τον έρωτα,
ξάπλωσα να ξεκουραστώ...
Για τον ουρανό που του παραδόθηκα,
την μέρα, 
χαζεύοντας τα σύννεφα, 
και την νύχτα, 
όταν με νανούριζε με τ'αστερια του
και με μάγευε, 
πότε με τον Αλντεμπαράν,
και πότε με τον Σταυρό του Νότου.
Σ' ένα μικρό, τόσο δα κουτάκι...
είναι κλεισμένη με την αλμύρα της,
όλη μου η ζωή.
Και δεν διακρίνεται πιά, 
αν είναι το αλάτι αυτό 
στον πάτο του,
απο τα δάκρυα, ή την θάλασσα...

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ". ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ.

Ψιθυριστά να μου το πείς,
Να πλησιάσεις σιγανά,
πίσω απ' τ'αυτί,
εκεί 
που ξέρεις οτι ανατριχιάζω
όταν η ανάσα σου μ' ακουμπά.
Ψιθυριστά να μου το πείς,
Να μην τρομάξω.
Και έτσι πάλι,
να φύγεις.
Ακροπατώντας...
Να μην ακούσω βήματα σου,
σαν η ψυχή σου δίπλα μου
να μένει πάντα.
Κι' ας έχεις φύγει....

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Αδερφέ μου,
Θέλω να σε πάρω να μιλήσουμε, 
θέλω ν' ακούσω την φωνή σου,
να σε ρωτήσω και να με συμβουλέψεις...
Μα, είσαι πεθαμένος, 
πάνε δυο χρόνια και ...
κι΄όμως, σαν χτες είναι,
πού τα λέγαμε... πού με άκουγες,
να σου λέω τα παράπονά μου, τις πίκρες μου,
τις αγωνίες μου...
Μάνα, πως πέρασαν πέντε χρόνια κιόλας,
απο την τελευταία φορά πού,
χώθηκα στην αγκαλιά σου
και έκλαψα...
και μου χαϊδευες το κεφάλι,
και, "σώπα κορίτσι μου, σώπα" έλεγες
και όλα πέρναγαν... όλα.
Πατέρα, δεκατρία μετράω πιά,
στην πλάτη μου,
τα χρόνια που μου λείπεις...
Σαν τον Σίσυφο τα κουβαλάω,
πάνω κάτω, πάνω , κάτω...
και τίποτα δεν αλλάζει.
Όσα μού' μαθες, μπούσουλας
στη ζωή μου...
Δεν με γλυτώνουν απο τα λάθη και τις κακοτοπιές,
αλλά, είναι εκεί, πάντα,
να δηλώνουν την παρουσία σου...
όταν τα έλεγες,
και την απουσία σου τώρα που τα σκέφτομαι....
ένα ένα...
Πώς, μεγαλώνουμε με κάθε θάνατο,δικό μας...
Μεγαλώνουμε με τον πρώτο,
και αρχίζουμε σιγά σιγά,
να γερνάμε απο τον δεύτερο και μετά....
Κι΄όταν μείνουμε μόνοι πια,
έχουμε γεράσει τόσο, που,
έρχεται και η δική μας η στιγμή...
αφήνοντας κάποιον άλλον
να μεγαλώνει στη θέση μας,
ή και κανέναν...