Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Μαμά;

5 πίεση, 80% οξυγόνο, 11 δείκτης λοίμωξης, 32 κιλά.
Μιά σταλιά άνθρωπος, ενα κουβαράκι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι του νοσοκομείου.
Μου κρατούσες το χέρι και μου ζητούσες επίμονα το πρόγραμμα της τηλεόρασης, και ας σου εξηγούσα μάταια πως το είχαμε αφήσει στο σπίτι.
Φλέβες σπασμένες, στην προσπάθεια να βρεθεί μιά να αντέξει τον ορό, και το χέρι σου να διπλώνει συνεχώς, αν δεν στο κρατούσα και ο ορός να μην μπορεί να κατέβει.
Τα μάτια σου μισόκλειστα από την κούραση και την εξάντληση, και ο φόβος του θανάτου εκεί, ανάμεσα στα μισόκλειστα βλέφαρα, να μην σε αφήνει να τα κλείσεις και να ξεκουραστείς, και ας σου ψιθύριζα συνέχεια πως θα είμαι εκεί και θα σου κρατάω το χέρι συνεχώς.
Η μάσκα του οξυγόνου σου έκανε σημάδι στο μικροσκοπικό σου πρόσωπο, μα δεν παραπονέθηκες. και όταν σε ρώτησα αν σε ενοχλούσε, μου είπες μόνο πως σε εμπόδιζε να με βλέπεις.
Πότε αλλάζουν οι ρόλοι και δεν το παίρνουμε είδηση;
Πότε ήτανε που μου κρατούσες εσύ το χέρι και εγώ έπαιρνα δύναμη και κουράγιο από σένα;
Τώρα σου κρατάω εγώ το χέρι. Δεν ξέρω αν παίρνω κουράγιο εγώ ή αν σου δίνω.
Δεν ξέρω ποιά από τις δυό μας φοβάται πιό πολύ.
Φοράω τα ψηλά μου τακούνια και βάφω τα μάτια μου για να μην κλάψω, βάζω κραγιόν και παίζω την μεγάλη, όπως τότε που φόραγα τα φουστάνια σου μπροστά στον καθρέφτη.
Μα τι αλλάζει αραγε;
Μόλις γυρίζω πίσω απο το νοσοκομείο το βράδυ, και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου,
παίρνω αγκαλιά το αρκουδάκι μου και κλαίγοντας μεσ΄τα αναφυλλητά μου λέω συνέχεια...
"θέλω την μαμά μου", "θέλω τη μαμά μου"...

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ρωτάς για μένα...

Ρωτάς τους φίλους μας τί κάνω.
Λές πώς σου λείπω και πώς με πεθύμησες.
Λές πώς θές να με δείς.
Μα δεν έρχεσαι.
Ούτε τηλέφωνο με παίρνεις.
Δεν μου χτυπάς την πόρτα μου το βράδυ, και ας ξέρεις πως σε περιμένω...
Δεν με παίρνεις αγκαλιά, δεν κοιμάσαι μαζί μου το βράδυ.
Προτιμάς να κρύβεσαι πίσω από άλλες αγκαλιές, χώνεσαι σε ξένα κορμιά, και ας μην σου λένε τίποτα.
Μόνο με θυμάσαι.
Μόνο πονάμε ο ένας για τον άλλον και πληγώνουμε αυτούς που είναι δίπλα μας.
Μόνο τις σάρκες μας ματώνουμε ακόμα... ξανά και ξανά...
Για πόσο ακόμα;

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΜΟΝΟ...

Τόσο χρειάζεται.
Μιά στιγμή μόνο.
Για να τρυπώσεις μέσα στο μυαλό μου.
Να μπείς μέσα στον σκληρό μου δίσκο και να καταστρέψεις όλη μου την μνήμη.
Να διαλύσεις τα πάντα. Να χάσω όλα μου τα αρχεία και να πρέπει να ξαναρχίσω πάλι από την αρχή.
Δεν σε πιάνει κανένα antivirus. Είσαι ο χειρότερος ιός που έβγαλε ποτέ χάκερ.
Και το χειρότερο απ'όλα, είναι που μεταμορφώνεσαι και μεταμφιέζεσαι και δεν σε καταλαβαίνει κανείς άλλος.
Μόνο εγώ, που μου διαλύεις την ζωή κάθε φορά.
Σε νοιώθω που με πλησιάζεις, σιγά και ύπουλα, αλλά δεν μπορώ να σου αντισταθώ.
Πέφτω θύμα της γοητείας σου και ενδίδω.
Κάθε φορά.
Και ας λέω μετά τσακισμένη, "ποτέ πιά"...
Δεν θυμάμαι το όνομά σου.
Πώς μου συστήθηκες;
Συγκράτησα μόνο το "Έρωτας"...

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Και ξαφνικά, το σπίτι μου φάνηκε άδειο...
Έλειπε η μυρωδιά σου, η φωνή σου, η παρουσία σου...που το γέμιζαν τόσες μέρες τώρα.
Και το δυνατό μου φρούριο, η πανοπλία που με κρατούσε μακρυά από όλα, και νόμιζα οτι με προστάτευε, έλειωσε λες και ήταν από ζάχαρη, και βρέθηκα γυμνή μπροστά στην αλήθεια από την οποία κρυβόμουν.
Μ'αρέσεις!
Μου αρέσεις πολύ!
Μου αρέσει ο τρόπος που μιλάμε, που γελάμε, που κάνουμε έρωτα. Μου αρέσει που με κοιτάς και βλέπεις αυτό που είμαι, και όχι μόνο αυτό που θέλεις. Και πού με αγαπάς γι'αυτό, χωρίς να θέλεις να το αλλάξεις.
Χωρίς να θέλεις να με αλλάξεις.
Μ'αρέσει πού, επιτέλους, στα 51 μου, δεν χρειάζεται να κάνω προσπάθεια να γίνω "κάτι" διαφορετικό απο αυτό πού είμαι για να αρέσω, πού, δεν σου χρειάζονται "αποδείξεις" για το ποιά είμαι.
Μ'αρέσει πού καθόμαστε ο καθένας στην γωνιά του, στο ίδιο δωμάτιο, χωρίς να μιλάμε, ο καθένας μας σκυμένος στα γραφτά του.
Πού δεν εμποδίζει ο ίσκιος του ενός τον άλλον, πού δεν στριμώχνονται οι παρουσίες μας στον ίδιο χώρο.
Πού μας "χωράει" και τους δύο το ίδιο δωμάτιο.
Πού σε παίρνει ο ύπνος με το laptop στην αγκαλιά και έπειτα εγώ το κλείνω και σε σκεπάζω, και σε φιλάω για καληνύχτα... και το πρωί δεν θυμάσαι πως το έκλεισες...
Μου αρέσει πού, οταν δεν είμαστε μαζί μου λείπεις, και όταν έρχεσαι, μπορώ να φύγω ήσυχη γιατί το σπίτι μου είναι γεμάτο από σένα. Και πού ξέρω οτι, όταν γυρίσω θα σε βρώ εδώ...

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΠΑΛΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ..."

Στεκόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά, όχι ακριβώς στην άκρη, έτσι που αν περνούσε κάποιο αυτοκίνητο , μπορεί και να την χτυπούσε.
Ακριβώς από πίσω της, βρίσκονταν οι τενεκέδες των σκουπιδιών.
Ηταν λοιπόν γιά πέταμα, δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κάποιος.
Είχε πιά ολοκληρώσει την αποστολή της. Τα σημάδια του χρόνου, ήταν εμφανή πάνω της.
Ηταν γερασμένη, κουρασμένη, ταλαιπωρημένη. Το δέρμα της είχε χάσει πιά την γυαλάδα του, σε κάποια σημεία, οι ραγάδες της ήταν τόσο έντονες που έμοιαζαν με ουλές από παλιές μαχαιριές.
Χαρακιές της ζωής!
Καθεμιά απο αυτές, και μιά ιστορία!
Παρόλα αυτά, ήταν κλεισμένη με προσοχή, και κράταγε ακόμα πάνω της μιά αξιοπρέπεια και μιά αρχοντιά, πού μαρτυρούσαν την ευγενική της καταγωγή.
Και κρατούσε καλά κρυμένα μέσα της τα μυστικά της.
Πέρασα την διασταύρωση με βιασύνη αλλά πρόλαβα να την δώ, καθώς περίμενε εκεί, μπροστά στα σκουπίδια, σαν να ήταν στη στάση του λεωφορείου και περίμενε να ανέβει, έτοιμη για τον επόμενο σταθμό, τον επόμενο προορισμό.
Θέλησα για μιά στιγμή να σταματήσω,να την ρωτήσω πού πήγαινε, αν μπορούσα να την πάρω μαζί μου. Αλλά, ο βιαστικός οδηγός του αυτοκινήτου που ακολουθούσε κορνάριζε ανυπόμονα και έτσι συνέχισα τον δρόμο μου. "Στην επιστροφή" σκέφτηκα. "Αν ακόμα είναι εκεί"...
Αργά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι, σταμάτησα. Παρκάρισα το αυτοκίνητο στη γωνία, λίγο πιό πέρα, για να μην τρομάξω τις γάτες πού, είχαν χωθεί στους τενεκέδες και έψαχναν με μανία τον "επιούσιο".
Ηταν ακόμα εκεί!
Λες και με περίμενε.
Πλησίασα, την άνοιξα με προσοχή. Κάποιος είχε σκεφτεί να ρίξει μέσα τα σκουπίδια του σπιτιού του.
Είχε δεχτεί το χαστούκι με αξιοπρέπεια. Δεν έχει σημασία που παλιότερα έκρυβε μέσα της μόνο μεταξωτά και κασμήρια.
Εβγαλα προσεκτικά τα σκουπίδια από μέσα. Την άδειασα, την τίναξα από τα βρώμικα χαρτιά και τα ζουμιά των σκουπιδιών, σαν να περιποιόμουνα ενα πληγωμένο στρατιώτη μετά την μάχη.
Δεν είχε ζωή πιά, ήταν σίγουρο αυτό, το έβλεπες καθαρά.
Όμως της άξιζε ενα τέλος με αξιοπρέπεια.
Οι κάδοι των σκουπιδιών, εκεί στην διαστάυρωση της λεωφόρου Σουνίου, ήταν το τελευταίο της ταξείδι...

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ...?

Γράφω καλά μου λένε...
Αλλά είμαι θυμωμένη με την ζωή.
Φυσικά και είμαι. Ολοι μας είμαστε.
Θυμώνουμε με τη ζωή, γιατί δεν έχουμε τα κότσια να θυμώσουμε με τους πραγματικούς φταίχτες, τους εαυτούς μας.
Αποφάσισα λοιπόν να είμαι δίκαιη και με έστησα στον τοίχο.
Όπλισα το όπλο μου και με έβαλα στο στόχαστρο.
Άρχισα να θυμάμαι.
Τότε πού, έκανα αυτό... τι μαλακία... μετά που ενώ ήξερα για το άλλο, δεν το πρόλαβα, και ύστερα αυτό και εκείνο, και το άλλο, και άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι και το κουβάρι δεν είχε τελειωμό.
Αρχισαν να κουράζονται τα πόδια μου από την ορθοστασία, και εγώ δεν έλεγα να τελειώσω με το κατηγοριτήριο.
Μου'λεγα, μού'λεγα, μέχρι που πιά άρχισαν τα μάτια μου να τρέχουν σαν ποτάμι και τα δάκρυα μούσκευαν τα μάγουλά μου και 'γώ συνέχιζα και δεν έλεγα να τελειώσω.
Είχαν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου και τίποτα πιά δεν τους συγκρατούσε.
Άλλαξα πόδι, για να ξεκουραστώ, έτσι ακίνητη όπως στεκόμουν απέναντί μου και με περίμενα να ξεθυμάνω. Από υπομονή, άλλο τίποτα. Μιά ζωή, δεν κάνω τίποτα άλλο.
Και όσο με υπέμενα, τόσο περισσότερο θύμωνα μαζί μου.
Τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε πιά, και η υπομονή μου σιγά σιγά άρχισε να εξαντλείται.
Πόσο δηλαδή θα κρατούσε αυτό; Ελεος!
Στο τέλος νευρίασα. Εγινα έξαλλη!
Επιτέλους! Ολοι μας έχουμε δικαίωμα στο λάθος. Και στις μαλακίες ακόμα!
Στο κάτω-κάτω μόνοι μας μετά πληρώνουμε τα σπασμένα.
Ξεκόλλησα από τον τοίχο και με άγριες διαθέσεις κινήθηκα προς τα μένα, όρθωσα το ανάστημά μου και μου απεύθηνα τον λόγο.
"Κάνε μου την χάρη! Αυτή είμαι, έτσι είμαι και επιτέλους, είμαι πιά πολύ μεγάλη και για να αλλάξω, αλλά και για να με μαλώνεις!"
"Συμφιλιώσου μαζί μου και ας προσπαθήσουμε να περάσουμε καλά απο'δώ και μπρος."
Μιά ζωή είναι όλη και όλη βρε αδερφέ.
Μιά ζωή!
Και είναι μικρή και δύσκολη... ας μην την δυσκολεύουμε και άλλο...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Σαν πρωταπριλιάτικο αστείο...

Ετσι κάπως, ξαφνικά, σαν πρωταπριλιάτικο αστείο.
Χτύπησε το τηλέφωνο και η φωνή σου ακούστηκε από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Δεν κατάλαβα για πότε σου μιλούσα, χωρίς να νοιώθω πιά να πονάει κάτι μέσα μου.
Και η φωνή σου ακούγονταν μακρυνή και γνώριμα ξένη. Όπως οι φωνές των φίλων που έχουν χαθεί στα παληά, και τους ξαναβρίσκουμε μετά από χρόνια. Αλλά δεν έχουμε πιά πολλά να πούμε.
Μόνο τα τυπικά. Κουβέντες "κλισέ", ευχές και τα λοιπά.
Και μετά το τηλέφωνο κλίνει και μένεις με τα ξορκισμένα πιά φαντάσματα, σαν ξεφούσκωτα μπαλόνια στο πάτωμα, στο τέλος της γιορτής.
Σαν τα πρωταπριλιάτικα αστεία που στο τέλος της ημέρας τα διαψεύδεις μόνος σου πιά...